ἐνσκήψας

ἐνσκήψας
ἐνσκήψᾱς , ἐνσκήπτω
hurl
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκαθαγίζω — Α 1. κατακαίω συγχρόνως («κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμὸν ἐπέφλεξε καὶ συγκαθήγισε τὴν ἱερουργίαν», Πλούτ.) 2. συμμετέχω σε τελετή εξαγνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαγίζω «καίω νεκρό σώμα, προσφέρω σε θεό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”